- εὐπροχώρητος
- εὐπροχώρητος, ον,A progressing easily, Ptol.Tetr.157.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπροχώρητος — εὐπροχώρητος, ον (Α) 1. αυτός που προχωράει με ευκολία 2. εκείνος που προοδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ χωρώ] … Dictionary of Greek
εὐπροχώρητον — εὐπροχώρητος progressing easily masc/fem acc sg εὐπροχώρητος progressing easily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)